στήλη

στήλη
στήλη, [dialect] Dor. [full] στάλα, [dialect] Aeol. [full] στάλλα (q.v.), ,
A block of stone used as a prop or buttress to a wall,

στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον Il.12.259

; block of rock-crystal, in which the Ethiopian mummies were cased, Hdt.3.24: generally, block or base,

κόρη χρυσῆ ἐπὶ στήλης IG12.256.5

;

μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς σ. ἐφ' ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς And.1.38

, cf. Thphr.Lap.25; σ. ξύλιναι, λέβητε ἀπὸ στηλῶν, IG12.314.130,133.
II block or slab used as a memorial, monument:
1 gravestone, Il.11.371, 16.457, Od.12.14, Hippon.15, Simon.183;

ὥς τε σ. μένει ἔμπεδον, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.434

;

ὥς τε στήλην ἀτρέμας ἑσταότα 13.437

;

στῆλαι ἀπὸ σημάτων Th.1.93

;

οὐ στηλῶν μόνον . . ἐπιγραφή Id.2.43

;

μήτε στήλαις μήτε ὀνόμασι δηλοῦντας τοὺς τάφους Pl.Lg.873d

; στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (metaph. of a poet) Pi.N.4.81.
2 monument inscribed with record of victories, dedications, votes of thanks, treaties, laws, decrees, etc., Hdt.2.102,106, 4.87, Ar.Ach.727, Th.5.56; στήλη λιθίνη, χαλκῆ, ib.47, IG12.13.18; τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ σ. παραγράψαι; Ar.Lys.513; τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων καὶ τῶν ς. Lys.30.17, cf. And.1.96, 3.34; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι, whether for honour, as in Hdt.6.14; or for infamy, as in And.1.51, cf. D.9.41, etc. (cf. στηλίτης, στηλιτεύω):—also the record itself, contract, agreement,

στήλας ἀναγράψαι Lys.30.21

; κατὰ τὴν ς. according to the agreement, Ar.Av.1051;

σ. αἱ πρὸς Θηβαίους D.16.27

;

μάτην ἐν ταῖς σ. ἐστίν Isoc.4.176

;

τῆς σ. τὰ ἀντίγραφα D.20.127

; παραβῆναι τὰς ς. Plb.24.8.4.
3 post placed on mortgaged ground, as a record of the fact, Poll.3.85; cf.

στίζω 3

.
4 boundary-post,

στήλας ὁρίσασθαι X.An.7.5.13

; στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; turning-post at the end of the racecourse, IG12.817, S.El.720,744, X.Smp.4.6: hence

περὶ στήλην διαφθείρεσθαι Lys.Fr.1.4

.
5 for Στῆλαι Ἡρακλήϊαι, v. Ἡράκλειος, and cf. Str.3.5.5; so σ. Διονύσου mountains in India marking the limits of the progress of Dionysus, D.P.623, cf. 1164. (Written στήλλη in some late Inscrr., CIG3627.1 ([place name] Ilium), 3982.18 ([place name] Philomelium), al.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στήλη — block of stone fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήλῃ — στήλη block of stone fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — η 1. όμοια πράγματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο: Σχημάτισαν δύο στήλες ψηλές με δέματα. 2. πλάκα επιμήκης από μάρμαρο ή άλλο υλικό: Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλές επιτύμβιες στήλες στον Κεραμεικό. 3. τμήμα σελίδας: Το άρθρο του κάλυψε δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα …   Dictionary of Greek

  • ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Стела* — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Стела — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • στηλᾶν — στήλη block of stone fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηλέων — στήλη block of stone fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”